ὑπογλώσσιον

ὑπογλώσσιον
ὑπογλώσσιος
under the tongue
masc/fem acc sg
ὑπογλώσσιος
under the tongue
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπογλώσσιος — α, ο / ὑπογλώσσιος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ὑπογλώττιος Α αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γλώσσα νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το υπογλώσσιο ονομασία διαφόρων φαρμακευτικών σκευασμάτων τα οποία διαλύει ο πάσχων κάτω από την γλώσσα του για να επιτευχθεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”